ψυλλικός

ψυλλικός
-ή, -όν, Α [Ψύλλος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος τών Ψύλλων
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ψυλλικοί
είδος σκύλων
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ψυλλικός
κόλπος τής Κυρηναϊκής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”